Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] … Dictionary of Greek
τἀτταταῖ — ἀτταταῖ , ἀτταταῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)